- αθράκα
- αθρακιά η горящие угли
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αθράκα — αθρακάς, αθράκι, αθρακιά, αθράκωμα κ.λπ.: βλ. ανθράκα, ανθρακάς, ανθράκι, ανθρακιά, ανθράκωμα κ.λπ … Dictionary of Greek
ανθρακιά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 124 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γρεβενών. * * * και αθρακιά, αθράκα, θράκα, η (AM ἀνθρακιά και Α επικ. ἀνθρακιή) 1. σωρός από αναμμένα κάρβουνα 2. στάχτη από κάρβουνα, καπνιά νεοελλ. η… … Dictionary of Greek
θράκα — και θρακιά, η βλ. ανθρακιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αθράκα, μεγεθ. του αθράκι < αρχ. ανθράκιον, υποκορ. τού άνθραξ*] … Dictionary of Greek
θρακόβολη — η ζεστή στάχτη φωτιάς, η οποία περιέχει μικρά κομμάτια από αναμμένα κάρβουνα, θερμοσποδιά, χόβολη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρακοβόλι «το μέρος στο οποίο τοποθετείται η αθράκα» < θράκα + βόλι < βάλλω (πρβλ. χόβολη)] … Dictionary of Greek